- ηχοβολισμός
- ηχοβολισμός, ο και ηχοβόλιση, ημέτρηση του βάθους των θαλασσών με τη βοήθεια των ηχητικών κυμάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηχοβολισμός — ο [ηχοβολίζω] ηχοβόλιση, ηχοβόλισμα … Dictionary of Greek
ηχοβόλισμα — το [ηχοβολίζω] το αποτέλεσμα τού ηχοβολίζω, η ηχοβόλιση, ο ηχοβολισμός … Dictionary of Greek